τοτέ

τοτέ
τοτέ (with changed accent, cf. ὅτε, ὁτέ), Adv.
A at times, now and then, in answering clauses, τοτὲ μὲν . . , τοτὲ δὲ . . (much like ποτὲ μὲν . . , ποτὲ δὲ . . ) at one time . . , at another . . , Od.24.447, A.Ag. 100 (anap.), S.OC1745 (lyr.), Ar.Eq.540 (anap.), Pl.Plt.270a, al.; τόκα μὲν . . , τόκα δέ ([dialect] Dor. parox.) Pi.N.6.10;

τότ' ἄλλος, ἄλλοθ' ἅτερος S.El.739

; τ. μὲν . . , ἄλλοτε δὲ . . Pl.Phdr.237e, Poet. ap. X.Mem.1.2.20; τ. μὲν . . , αὖθις δὲ . . Pl.Grg.491b, etc.;

τ. μὲν δίκαιον, ὅταν δὲ βούληται, ἄδικον Id.Phdr.261d

, cf. A.Ch.412 (lyr.):—τοτὲ μέν in the first clause is sts. omitted, Il.11.63, Pl.Phd.116a, Tht.192d.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τοτέ — at times indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τότε — at that time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τότε — ΝΜΑ, και (ε)τότες και (ε)τότενες Ν, και δωρ. τ. τόκα και αιολ. τ. τότα και τύτε Α 1. (συσχετικό προς το πότε, οπότε, ὅτε) σ εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος ή τού μέλλοντος, σ εκείνη την περίσταση (α. «κι οι αντρειωμένοι πήρανε τότες χαρά …   Dictionary of Greek

  • τοτέ — Α επίρρ. ενίοτε, μερικές φορές, άλλοτε μεν άλλοτε δε («ἡ vῡv τοτὲ μὲν κακόφρων τελέθει, τοτὲ δ ἐκ θυσιῶν ἀγανὴ σαίνουσα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τότε με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • τότε(ς) — επίρρ. χρον. 1. εκείνη τη στιγμή, σ΄ εκείνη την περίσταση: Σηκώθηκε τότε και είπε. 2. σ΄ αυτή την περίπτωση, λοιπόν: Αν είναι έτσι, τότε να φύγω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τότε μοι χάνοι ἐρεῖα χθών. — τότε μοι χάνοι ἐρεῖα χθών. См. Чтоб мне сквозь землю провалиться! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τοθ' — τοτέ , τοτέ at times indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοτ' — τοτέ , τοτέ at times indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τό τ' — τότε , τότε at that time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τό τε — τότε , τότε at that time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τότ' — τότε , τότε at that time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”